- λυσιπόλεμος
- λυσιπόλεμος, ὁ (Α)ονομασία πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + πόλεμος (< πελεμίζω), πρβλ. μισο-πόλεμος, φιλο-πόλεμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek